βασιλοφάγος

βασιλοφάγος
ο противник короля и королевской власти

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βασιλοφάγος" в других словарях:

  • βασιλοφάγος — ο 1. αυτός που «έφαγε», δηλ. σκότωσε ή εκθρόνισε βασιλιά 2. φανατικός πολέμιος του βασιλικού θεσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω.) Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»